- Γουατεμάλα
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας
Έκταση: 108.890 τ.χλμ
Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002)
Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα, ΝΑ με το Ελ Σαλβαδόρ ενώ βρέχεται Δ και ΝΔ από τον βόρειο Ειρηνικό ωκεανό και Α από την Καραϊβική θάλασσα.Η Γ. αντιστοιχεί στο έδαφος που την εποχή της αποικιοκρατίας είχε ως κέντρο του την Αντίγκουα, πρωτεύουσα της αντιβασιλείας της Γ. Η ζώνη αυτή, ανάμεσα σε ψηλά και επιβλητικά ηφαίστεια, αποτελεί τη γεωγραφική καρδιά της χώρας, τα πολιτικά σύνορα της οποίας είναι σε γενικές γραμμές εκείνα που χαράχτηκαν τον 19ο αι. Η Γ. συνορεύει με το Μεξικό με τεχνητά σύνορα που δημιουργήθηκαν έπειτα από συνθήκες και συμφωνίες· το ίδιο χαρακτηριστικό έχουν τα σύνορά της με την Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ. Τα μοναδικά φυσικά σύνορα είναι οι ακτές. Οι κυβερνήσεις της Γ. διεκδίκησαν επανειλημμένα αλλά μάταια, το έδαφος του κράτους Μπελίζ.Η Γ. διαιρείται σε 22 διαμερίσματα που διοικούνται από κυβερνήτη, ο οποίος διορίζεται από τον αρχηγό του κράτους. Τα διαμερίσματα αυτά διαιρούνται σε δήμους και είναι τα εξής (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2002): Άλτα Βεραπάς (Αlta Verapaz, 883.463 κάτ.), Μπάια Βεραπάς (Βaja Verapaz, 212.202 κάτ.), Τσιμαλτενάγκο (Chimaltenango, 449.137 κάτ.), Τσικουίμουλα (Chiquimula, 328.987 κάτ.), Ελ Προγκρέσο (Εl Ρrogreso, 149.451 κάτ.), Εσκουίντλα (Εscuintla, 494.738 κάτ.), Γουατεμάλα (Guatemala, 2.732.085 κάτ.), Χουεχουετενάνγκο (Ηuehuetenango, 932.836 κάτ.), Ισαμπάλ (Ιzabal, 347.211 κάτ.), Γιαλάπα (Jalapa, 285.121 κάτ.), Γιουτιάπα (Jutiapa, 369.697 κάτ.), Πετέν (Ρeten, 360.691 κάτ.), Κουετζαλτενάνγκο (Quetzaltenango, 711.252 κάτ.), Κουίτσε (Quiche, 616.287 κάτ.), Ρεταλχουλέου (Retalhuleu, 249.894 κάτ.), Σακατεπεκουέζ (Sacatepequez, 276.761 κάτ.), Σαν Μάρκος (San Μarcos, 882.220 κάτ.), Σάντα Ρόζα (Santa Rosa, 331.260 κάτ.), Σολόλα (Solola, 325.738 κάτ.), Σουχιτεπεκουέζ (Suchitepequez, 419.785 κάτ.), Τοτονικαπάν (Τotopicapan, 377.554 κάτ.) και Ζακάπα (Ζacapa, 223.185 κάτ.).Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η ισπανική, αλλά ιδιαίτερα διαδεδομένες είναι και οι γλώσσες των αυτοχθόνων. Οι μιγάδες μεστίζος (μείξη Ισπανών με αυτόχθονες, που στην τοπική ισπανική αποκαλούνται και λαντίνος) αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού (55%) και ακολουθούν οι αυτόχθονες σε ποσοστό 43%, ενώ υπάρχει και πληθυσμός λευκών σε ποσοστό 2%.Σύμφωνα με το σύνταγμα, που δημοσιεύθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1965 και τέθηκε σε ισχύ στις 6 Μαΐου 1966, η Γ. αποτελεί δημοκρατία προεδρικού τύπου. Το 1986 τέθηκε σε εφαρμογή νεότερο σύνταγμα ενώ ορισμένες τροποποιήσεις έγιναν και το 1993. Σύμφωνα με το νέο σύνταγμα η νομοθετική εξουσία ασκείται από το κογκρέσο της δημοκρατίας το οποίο αποτελείται από 113 μέλη που εκλέγονται για τέσσερα χρόνια με καθολική ψηφοφορία. Η εκτελεστική εξουσία ανήκει στον πρόεδρο και στο υπουργικό συμβούλιο· ο πρώτος εκλέγεται από τον λαό για τέσσερα χρόνια.Στη Γ. υπάρχουν εννέα κόμματα με κυρίαρχα το κυβερνών Δημοκρατικό Μέτωπο της Γ., και το Εθνικό Κόμμα της Προόδου. Αρχηγός του κράτους και επικεφαλής της κυβέρνησης είναι από το 2000 ο πρόεδρος Αλφόνσο Αντόνιο Πορτίλο (Αlfonso Αntonio Ρortillo).Στην κορυφή του δικαστικού συστήματος βρίσκεται το Ανώτατο Δικαστήριο (ΑΔ), που αποτελείται από δεκατρείς δικαστές διοριζόμενους από τον πρόεδρο της δημοκρατίας, οι οποίοι υπηρετούν πενταετή θητεία. Η δικαστική λειτουργία συμπληρώνεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο, 10 εφετεία και 43 πρωτοβάθμια δικαστήρια. Οι δικαστές των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων διορίζονται από το ΑΔ. Η δικαιοδοσία του προέδρου του ΑΔ επεκτείνεται σε όλη την επικράτεια για τα διοικητικά ή πειθαρχικά θέματα των δικαστηρίων. Από το 1995 στη χώρα ισχύει η θανατική ποινή για τους ένοχους για φόνους και απαγωγές.Η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού (95%) πρεσβεύει το ρωμαιοκαθολικό θρήσκευμα· υπάρχουν επίσης μειονότητες προτεσταντών, ενώ δεν λείπουν και οι τοπικές λατρείες που ερείδονται στο μακρινό παρελθόν των Μάγιας. Το σύνταγμα εξασφαλίζει απόλυτη ανεξιθρησκία.Στη Γ. θεωρητικά η κρατική εκπαίδευση είναι δωρεάν για όλους τους πολίτες· στην πραγματικότητα, όμως λόγω της έλλειψης σχολείων, λειτουργούν πολλά ιδιωτικά. Η στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί έξι χρόνια· η μέση διαιρείται σε δύο τριετείς κύκλους. Στην πρωτεύουσα Γ. υπάρχει το πανεπιστήμιο Σαν Κάρλος (που ιδρύθηκε το 1676 και ξανάνοιξε το 1910) με 7 σχολές, και πολυάριθμα ιδρύματα· υπάρχουν, ακόμα, άλλα 4 πανεπιστήμια. Το ποσοστό αναλφαβητισμού το 2000 άγγιζε το 37% του συνολικού πληθυσμού.Η στρατιωτική θητεία στη Γ. είναι υποχρεωτική από δεκαοκτώ ετών και διαρκεί 30 μήνες. Το 2001 αυτοί που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ήταν 31.400, κατανεμημένοι 29.200 στον στρατό ξηράς, 1.500 στο ναυτικό και 700 στην αεροπορία.Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης καλύπτει όλους του εργαζόμενους. Ένα υποχρεωτικό σύστημα αλληλοβοήθειας θεσπίστηκε το 1946, αλλά η έλλειψη γιατρών και νοσοκομειακού προσωπικού το καθιστά προβληματικό. Στη χώρα λειτουργούν πάνω από εκατό νοσοκομεία.Το βόρειο τμήμα της Γ., από την Πετέν έως τα πρώτα αντερείσματα του κεντρικού υψιπέδου, αποτελείται από ένα υψίπεδο ιζηματογενών πετρωμάτων, που εναποτέθηκαν σε ένα αρχαιότερο υπόστρωμα μεταξύ κρητιδικού και νεογενούς. Στην Πετέν επικρατούν τα ασβεστολιθικά πετρώματα που εμφανίζουν αξιοσημείωτα καρστικά φαινόμενα όπως στο Γιουκατάν του οποίου αντιπροσωπεύουν τη συνέχιση.
Το κεντρικό υψίπεδο χωρίζεται από τη βόρεια ιζηματογενή ζώνη από ένα μεγάλο ρήγμα, που έφερε στο φως την αρχαία κρυσταλλική μάζα με την επικάλυψή της από παλαιοζωικά πετρώματα. Η ανύψωση του υποστρώματος αυτού πραγματοποιήθηκε σε συνάρτηση με την καινοζωική συρρίκνωση, στην οποία αποδίδεται επίσης ο σχηματισμός των αλυσίδων που διασχίζουν το υψίπεδο στο πιο εσωτερικό του τμήμα, και διευθύνονται κυρίως από τα ανατολικά στα δυτικά.
Η ανύψωση υπήρξε πιο αισθητή και ανώμαλη στο νότιο τμήμα, προς τον Eιρηνικό ωκεανό, όπου είναι πιο πολυάριθμα τα ρήγματα που ευνόησαν τις γρανιτικές εισδύσεις και, στη συνέχεια, συνέβαλαν στον σχηματισμό της ηφαιστειακής κορδιλιέρας.
Κατά συνέπεια, το τμήμα αυτό είναι καλυμμένο από ένα παχύ στρώμα ηφαιστειακών υλικών. Eναποθέσεις του τεταρτογενούς χαρακτηρίζουν τέλος τη στενή (όχι πάνω από 50 χλμ.) πεδινή παράκτια λωρίδα, πίσω από την οποία υψώνεται, με απότομη διαφορά επιπέδων, το υψηλό αντέρεισμα του υψιπέδου, στο οποίο δεσπόζουν τα ηφαιστειακά συγκροτήματα. Η γεωλογική νεανικότητα του εδάφους της Γ. είναι φανερή επίσης από την παρουσία των σεισμών. Χαρακτηριστική είναι η ξαφνική εξαφάνιση της λίμνης Aτεσκατέμπα το 1893, η οποία στην κυριολεξία καταβροχθίστηκε από μία άβυσσο. Μετά από έναν άλλο σεισμό που έλαβε χώρα σαράντα χρόνια αργότερα, το βάραθρο κλείστηκε και η λίμνη σχηματίστηκε ξανά μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Άλλοι σεισμοί, συχνά συνοδευόμενοι από εξαιρετικά βίαιες εκρήξεις ηφαιστείων, ερήμωσαν ολόκληρες ζώνες της νότιας Γ. Αυτή είναι η περίπτωση της μεγάλης τραγωδίας της Aντίγκουα (αρχικής πρωτεύουσας της Γ.), που ισοπεδώθηκε το 1773 με όλους τους κατοίκους της. H σημερινή πρωτεύουσα επλήγη πολλές φορές από καταστρεπτικούς σεισμούς, ο τελευταίος από τους οποίους, τον Φεβρουάριο του 1976, κατέστρεψε περίπου το ένα τρίτο της πόλης.Το έδαφος της Γ., που βρέχεται από δύο ωκεανούς, τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό, περιλαμβάνει το πιο ψηλό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού, με κορυφή το ηφαίστειο Ταχουμούλκο (4.220 μ.). Σε γενικές γραμμές, αποτελείται από τρεις ξεχωριστές περιοχές: μία πεδινή στα βόρεια (Πετέν), που εκτείνεται στα υψίπεδα του Γιουκατάν· μία κεντρική, ορεινή και υψηλή· και μία στενή παράκτια παρυφή στα νότια, που βρέχεται από τα νερά του Ειρηνικού ωκεανού.
Τα κεντρικά υψίπεδα αποτελούν το βασικό γεωγραφικό στοιχείο της χώρας· το μέσο ύψος τους κυμαίνεται στα 1.000-1.500 μ.· η ίδια η πρωτεύουσα βρίσκεται σε υψόμετρο 1.493 μ. Η περιοχή αυτή, που αποκτά σε μεγάλα τμήματα τα χαρακτηριστικά του υψιπέδου, διασχίζεται, στο εσωτερικό τμήμα, από ορεινές αλυσίδες που κατευθύνονται από τα ανατολικά προς τα δυτικά, από βαθιές, μεγάλες κοιλάδες και έχει πολυάριθμα ηφαιστειακά συγκροτήματα· ευθυγραμμισμένα κατά μήκος της νότιας παρυφής, τα τελευταία αυτά σχηματίζουν μία πραγματική κορδιλιέρα. Οι ακτές του Ειρηνικού είναι γενικά ίδιες και κρασπεδώνονται από λεπτά αμμώδη φράγματα, ενώ πιο αρθρωτές είναι εκείνες της Καραϊβικής θάλασσας (Κόλπος της Ονδούρας), χαμηλές, βαλτώδεις και σε συνεχή εξέλιξη, λόγω της μεγάλης προσχωσιγενούς εισφοράς των ποταμών που εκβάλλουν εκεί. Τα ηφαίστεια είναι πλέον ανενεργά κατά μεγάλο μέρος. Σημεία δραστηριότητας εκδηλώνουν σήμερα το Σάντα Μαρία (3.772 μ.) και το Φουέγκο (3.763 μ.), που δεσπόζει, με το γειτονικό Άγκουα (3.766 μ.), στην κόγχη της Αντίγκουα. Ηφαιστειακές εκδηλώσεις, δευτερεύουσες ή διαλείπουσες, παρουσιάζουν πολυάριθμα άλλα ηφαίστεια· το Ταχουμούλκο, το Τακανά (4.093 μ.), το Ακατενάνγκο και το Ατιτλάν, τελευταίο μιας τριάδας κοντά στην ομώνυμη λίμνη.
Στο σύνολο, εκτός από τις πεδινές περιοχές με επίπεδη δομή, η μορφολογία του εδάφους της Γ. εμφανίζεται μάλλον τραχιά. Το υψίπεδο διαιρείται σε διάφορα τμήματα από τις κοιλάδες του Μοτάγκουα, των παραποτάμων του Ουσουμασίντα και, λιγότερο βαθιά, του Πολοτσίκ, ο οποίος εκβάλλει στην ευρεία λεκάνη της Ισαμπάλ (αρχαίο θαλάσσιο κόλπο). Τα εσωτερικά βαθύπεδα αντιπροσωπεύουν τις σπουδαιότερες γεωγραφικά και πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας (Αντίγκουα, Γ., Κεσαλτενάνγκο)· μερικές από αυτές είναι κλειστές και καταλαμβάνονται από λίμνες (Ατιτλάν). Στην πλευρά που βρέχεται από τον Ειρηνικό, το υψίπεδο χαράσσεται από βαθιές κοιλάδες, που παρουσιάζονται μερικές φορές ως στενές κλεισώρειες (μπαράνκας). Όσον αφορά την Πετέν, η οριζοντιότητά της δεν είναι απόλυτη· το υψίπεδο, κλειστό ανάμεσα στον ρου του Ουσουμασίντα και στην ευρεία και χαμηλή ράχη των ορέων Μάγια, διακόπτεται κάθε τόσο από μία σειρά μικρών υψωμάτων, που αντιστοιχούν σε ελαφρές πτυχώσεις των ιζηματογενών στρωμάτων.Το έδαφος της Γ., που βρίσκεται ανάμεσα στον τροπικό του Καρκίνου και τον Ισημερινό, έχει κλίμα τροπικού τύπου τα χαρακτηριστικά του οποίου, αν και εμφανίζονται τονισμένα από μερικούς παράγοντες όπως η ροή των θερμών ωκεάνιων νερών ή των υγρών αληγών, μετριάζονται ωστόσο από τις απότομες υψομετρικές διακυμάνσεις. Στη χώρα υπάρχει μία ολόκληρη σειρά από διαφορετικά περιβάλλοντα, από τις παράκτιες ζώνες μέχρι τις ζώνες των υψηλών βουνών. Έτσι, ανεβαίνοντας από την ακτή τις πλαγιές του υψιπέδου, διακρίνονται: οι τιέρας καλιέντες, πεδιάδες και λοφώδεις ζώνες μέχρι τα 800 μ. όπου η θερμοκρασία δεν κατεβαίνει ποτέ κάτω από τους 25ο C, αλλά, εξαιτίας της γειτνίασης με τον ωκεανό, δεν παρουσιάζει πολύ τονισμένες θερμικές διακυμάνσεις· τις τιέρας τεμπλάδας, που περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της Γ., όλες δηλαδή τις ζώνες μεταξύ 800 και 1.500 μ.· εδώ βασιλεύει η παροιμιώδης αιώνια άνοιξη της Γ., αφού η θερμοκρασία διατηρείται σταθερή κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου γύρω στους 20οC· τέλος, τις τιέρας φρίας, που βρίσκονται πάνω από τα 1.500 μ., όπου η θερμοκρασία παρουσιάζει ημερήσιες και ετήσιες θερμικές διακυμάνσεις.
Οι βροχοπτώσεις, εκτός από τοπικές ανωμαλίες, πέφτουν μάλλον κανονικά στον εποχιακό τους ρυθμό, συνδεδεμένο με τις ζενιθιακές θέσεις του ήλιου· την ξηρή εποχή, από τον Νοέμβριο έως τον Μάιο, ακολουθεί η υγρή εποχή από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο. Αυτό ισχύει προπάντων για το τμήμα που είναι στραμμένο προς τον Ειρηνικό, αφού το υπόλοιπο έδαφος δέχεται, έστω και με διαφορετική ένταση, βροχές που κατανέμονται σε όλο τον ετήσιο κύκλο.
Ολόκληρη η Γ. πλήττεται από τους αληγείς (βορειοανατολικούς ανέμους προερχόμενους από την Καραϊβική θάλασσα, και νοτιοανατολικούς, προερχόμενους από τον Ειρηνικό), που μετριάζονται στα ανάγλυφα της Άλτα Βεραπάς, της Σιέρα δε λας Μίνας και των Άλτος Κουτσουματάνες· σφοδροί τροπικοί κυκλώνες πλήττουν το καλοκαίρι τη νότια ακτή, ενώ στο εσωτερικό υψίπεδο φυσά συχνά ο άνεμος τσοκομίλ.Η ποικιλία των μορφολογικών και κλιματικών συνθηκών και μια έντονη εδαφογένεση είναι οι κυριότεροι παράγοντες που ευνόησαν στη Γ., όπως εξάλλου και σε όλη την Κεντρική Αμερική, μια αντίστοιχη ποικιλία του φυτικού κόσμου, που συμβάλλει στην ακόμα μεγαλύτερη ζωντάνια του τοπίου. Οι τιέρας καλιέντες της Πετέν, των παράκτιων βαθυπέδων και μερικών κοιλάδων, φιλοξενούν εκτεταμένα τροπικά δάση, με δέντρα με ψηλό κορμό και πλουσιότατο υποδάσος από λιάνες, θάμνους, παχύφυλλα φυτά και επίφυτα· κοινά είναι επίσης ο φοίνικας, το ιδιόρρυθμο αρτόδενδρο (αρτόκαρπος ο κοινός), η σέιμπα (τοπική ποικιλία ρουβιοειδών), που το ύψος της ξεπερνά τα 30 μ., η μαντρόνια, μία ερείκη με χοντρά φύλλα και με μικρά άσπρα άνθη· διαδεδομένα είναι επίσης το μαόνι, η σαποτίλια (από όπου παράγεται η τσίκλε, ουσία για τις τσίκλες) και η κιγχόνη η φαρμακευτική (από όπου παράγεται το κινίνο).
Πάνω από τα 2.000 μ., στις ηλιόλουστες πλαγιές και σε όλες τις τιέρας φρίας, ο φυτικός μανδύας φτωχαίνει· εδώ επικρατούν δρύες και κωνοφόρα, αλλά ευρείες ζώνες παρουσιάζουν άγονη όψη, με επικράτηση της θαμνώδους βλάστησης.
Η πανίδα είναι ποικίλη και περιλαμβάνει μεγάλο μέρος των ειδών της Κεντρικής Αμερικής. Μερικά από τα πιο εντυπωσιακά άγρια ζώα της Γ. είναι το πούμα, ο ιαγουάρος, ο τάπιρος κ.ά. Εξαιρετικά πλούσια είναι και η ποικιλία των πτηνών, μολονότι περίπου 130 είδη πουλιών βρίσκονται υπό εξαφάνιση.Το υδρογραφικό δίκτυο της Γ. είναι μάλλον ακανόνιστο· ωστόσο εμφανίζεται ξεχωριστό σε δύο πλευρές: η πλευρά του Ειρηνικού, με μικρούς ποταμούς που ρέουν σε παράλληλες κοιλάδες, χαρακτηρίζεται από ανόδους των νερών, προπάντων τους θερινούς μήνες, ενώ η πλευρά του Ατλαντικού, που ορίζεται από τον υδροκρίτη, ο οποίος ρέει κατά μήκος του υψιπέδου σε αντιστοιχία με την ηφαιστειακή ευθυγράμμιση, αποστραγγίζεται από ποταμούς με πιο κανονική παροχή, επειδή τροφοδοτούνται από βροχές που πέφτουν όλους τους μήνες του χρόνου.
Σπουδαιότερος ποταμός της Γ. είναι ο Μοτάγκουα, που εκβάλλει στον Κόλπο της Ονδούρας όπου σχηματίζει ένα ευρύ δέλτα που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαναμπίκε. Το τελευταίο προφυλάσσει το Πουέρτο Μπαρίος, το σπουδαιότερο λιμάνι της Γ. Ο Μοτάγκουα έχει μήκος περίπου 400 χλμ. και είναι πλωτός σε όλο τον μέσο και κατώτερο ρου του· η κοιλάδα του, που εισδύει βαθιά στο εσωτερικό του υψιπέδου, αποτελεί την κυριότερη οδό προσπέλασης στη χώρα.
Η Γ. είναι πλούσια σε λίμνες, που βρίσκονται συγκεντρωμένες στην ηφαιστειακή κορδιλιέρα.
Εξαίρεση αποτελούν η λίμνη Πετέν Ιτσά, που βρίσκεται στο κέντρο του ομώνυμου βαθυπέδου, και η Ισαμπάλ. Οι λίμνες της ηφαιστειακής περιοχής έχουν ασύγκριτη ομορφιά· ιδιαίτερα γνωστή είναι η Ατιτλάν, που περιβάλλεται από τα ηφαίστεια Ατιτλάν, Σαν Πέδρο και Τολιμάν.Οι πρώτοι κάτοικοι της Γ., οι Καρίβες, είχαν εγκατασταθεί από τα πανάρχαια χρόνια στα υψίπεδα των τιέρας τεμπλάδας. Οι Καρίβες εκδιώχθηκαν γρήγορα από άλλους λαούς που προέρχονταν από το Μεξικό και ανήκαν στον κορμό των Μάγια, οι οποίοι μεταμόρφωσαν ριζικά τη χώρα, μετατρέποντάς τη γύρω στο 1000 μ.Χ. σε μία από τις πιο ανεπτυγμένες περιοχές της αμερικανικής ηπείρου.
Τα κυριότερα μεταναστευτικά κύματα ήταν τρία: το πρώτο ήταν εκείνο των Κιτσέ (από τις λέξεις κι = πολλοί και τσε = δέντρο), που εγκαταστάθηκαν στην Πετέν και σε όλη τη βορειοδυτική ζώνη· το δεύτερο έφερε στη Γ. τους Μάμε, που κατέλαβαν τα υψώματα γύρω από την Ουεουετενάνγκο και τις άνω κοιλάδες του Ρίο Νέκρο και του Κίλκο· το τρίτο υπήρξε εκείνο των Ραμπινάλ και των Σακατεπέκες. Οι πρώτοι εγκαταστάθηκαν στα υψίπεδα της Βεραπάς και οι δεύτεροι προχώρησαν μέχρι τις νοτιοανατολικές ζώνες της σημερινής Γ., όπου ήρθαν σε επαφή και μάλιστα συγκρούστηκαν με τις αυτόχθονες φυλές των Πιπίλ.
Οι Μάγια παρέμειναν απόλυτοι κύριοι της Γ. μέχρι την άφιξη των Ισπανών και προτίμησαν τις ζώνες των υψιπέδων αποφεύγοντας τις παράκτιες που ήταν πολύ ζεστές και πλήττονταν από την ελονοσία. Η ισπανική αποίκιση είχε ως κέντρο της εδαφικής της οργάνωσης την Αντίγκουα, αλλά δεν ήταν ποτέ πολύ εκτεταμένη και, προπάντων, δεν κατόρθωσε να προκαλέσει σταθερή μετανάστευση Ευρωπαίων και μαύρων, όπως σε άλλα μέρη, επειδή στη Γ. υπήρχε ήδη αξιοσημείωτη πυκνότητα αυτόχθονος πληθυσμού στα εύφορα ηφαιστειακά υψίπεδα.
Σήμερα οι κατεξοχήν απόγονοι των Ισπανών, οι κρεολοί, δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 5% ολόκληρου του πληθυσμού της Γ.· περίπου το 55% αποτελείται από λαντίνος (απογόνους Ισπανών και αυτοχθόνων) ή μεστίζος, όπως ονομάζονται διαφορετικά· κρεολοί και λαντίνοι, ωστόσο, αποτελούν την ιθύνουσα πολιτικοοικονομική ομάδα της χώρας, ενώ οι αυτόχθονες άμεσοι απόγονοι των Μάγια, φτάνουν στο 43% ολόκληρου του πληθυσμού και ασχολούνται με τη γεωργία. Το υπόλοιπο αποτελείται από μικρές ομάδες αυτοχθόνων που αντιπροσωπεύουν την πρώτη ανθρώπινη εγκατάσταση στη χώρα, και, προπάντων, από μαύρους, μιγάδες και ζάμπος (μείξη μεταξύ μαύρων και αυτοχθόνων) μετανάστες, που ζουν κυρίως στην παράκτια ζώνη της Καραϊβικής θάλασσας.Η Γ. παρέμεινε για πολύ καιρό με πληθυσμό σχετικά σταθερό από αριθμητική πλευρά, χωρίς τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα που χαρακτήρισαν τη δημογραφική εξέλιξη άλλων λατινοαμερικανικών χωρών. Την περίοδο της ανεξαρτητοποίησής της (1821) δεν είχε περισσότερους από 400.000 κατ.· μία απογραφή που πραγματοποιήθηκε το 1921, για να τιμηθεί η εκατονταετηρίδα της ανεξαρτησίας, έδειξε πληθυσμό μόλις κατώτερο των 2 εκατ. κατ. Στη συνέχεια η δημογραφική αύξηση ήταν σημαντική και κατά την απογραφή ήδη του 1950 καταγράφηκαν 2.790.000 κάτ.
Αργότερα το ποσοστό δημογραφικής ανάπτυξης έφτασε σε υψηλότατες τιμές, που οφείλονταν στον μεγάλο αριθμό των γεννήσεων και στην παράλληλη μείωση της θνησιμότητας. Το 2002 αναλογούσαν 6,6 θάνατοι σε 1.000 κατ. Οι τιμές, όμως, δεν είναι ομοιόμορφες για όλο τον πληθυσμό και η θνησιμότητα είναι ακόμα υψηλή κυρίως ανάμεσα στους αυτόχθονες, ενώ ο αριθμός των γεννήσεων είναι πολύ μεγάλος, κυρίως ανάμεσα στους μιγάδες.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του 2002 ο πληθυσμός της Γ. ήταν 11.986.558 κάτ., με ετήσιο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού 2,6% και προσδόκιμο ζωής τα 63,8 χρόνια για τους άντρες και τα 69,3 για τις γυναίκες. Η μέση πυκνότητα ήταν το ίδιο έτος 122 κάτ. ανά τ. χλμ., τιμή που δεν αντικατοπτρίζει ωστόσο την πραγματική κατανομή του πληθυσμού στη χώρα. Κατά συνέπεια, το εύφορο έδαφος είναι αυτό που καθορίζει ακόμα και σήμερα τη διαφορετική ανθρώπινη κατανομή. Το καραϊβικό βαθύπεδο παραμένει ελάχιστα πυκνοκατοικημένο (περ. 50-70 κάτ. ανά τ. χλμ.), ενώ η εκτεταμένη πεδιάδα της Πετέν έχει μόλις 8 κατ. ανά τ. χλμ.
Οι αυτόχθονες ζουν σε χωριά (πουέμπλος), αλλά στις πιο εύφορες και πυκνοκατοικημένες ζώνες των ηφαιστειακών υψιπέδων (όπως, για παράδειγμα, στην πεδιάδα της Κεσαλτενάνγκο) υπάρχουν μεμονωμένες κατοικίες στις παρυφές των μικρών αγροτικών κτημάτων.Στα υψίπεδα της Γ. βρίσκονται τα μεγαλύτερα αποικιακά κέντρα, που φιλοξενούν έναν πληθυσμό κυρίως λευκών και μιγάδων. Οι παλαιοί ναοί μπαρόκ, μερικά μέγαρα της τοπικής αριστοκρατίας και η πλατεία της αγοράς είναι τα κεντρικά στοιχεία της πολεοδομικής ανάπτυξης τους. Γύρω, οι δρόμοι είναι διατεταγμένοι σύμφωνα με το σχέδιο σκακιέρας, τυπικό της παλαιάς ισπανικής πόλης.
Η σημερινή πρωτεύουσα Γ., φιλοξενεί το 11% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, και βρίσκεται τις τελευταίες δεκαετίες (το 1950 είχε μόλις 280.000 κατοίκους), στο κέντρο μιας έντονης διαδικασίας αστυφιλίας. Περίπου το 42% του πληθυσμού της Γ. μπορεί να θεωρηθεί αστικό. Η τιμή αυτή, ωστόσο, υφίσταται ταχύτατη αύξηση σύμφωνα με την τάση που είναι πια ευρύτατα διαδεδομένη στις υπό ανάπτυξη χώρες.
Σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας, εκτός της πρωτεύουσας Γ. (Guatemala City, 1.090.310 κάτ. το 2002, βλ. λ. Γουατεμάλα, πόλη), είναι η Κετσαλτενάνγκο (Quetzaltenango, 148.108 κάτ. το 2000, βλ. λ.) και η Μίξκο (Mixco, 285.000 κάτ. το 2002).Η οικονομία της χώρας ήταν από τις πιο ισχυρές της περιοχής και παρουσίαζε συνεχώς ανάπτυξη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε δημιουργήθηκαν προβλήματα κυρίως από την έλλειψη ενέργειας. Οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν εκείνο τον χρόνο την αποτελεσματική απόδοση μεγάλων υδροηλεκτρικών σταθμών της χώρας. Το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας ήταν 48.300 εκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2001 και το κατά κεφαλήν εισόδημα 3.700 δολ. Ο πληθωρισμός έφτανε στο επίπεδο του 7,6% και η ανεργία στο 7,5% του ενεργού πληθυσμού.
Με την αγροτική οικονομία ασχολείται περίπου το 50% του πληθυσμού (καφές, ζάχαρη, μπανάνες κ.ά.). Η βιομηχανία και ο τομέας του ορυκτού πλούτου απασχολούν το 15% του ενεργού πληθυσμού. Ο βιομηχανικός τομέας της Γ. θεωρείται από τους μεγαλύτερους στη Λατινική Αμερική. Ο τομέας των υπηρεσιών απασχολεί το 35% του ενεργού πληθυσμού. Η ενέργεια προέρχεται κυρίως από υδροηλεκτρικούς και θερμοδυναμικούς σταθμούς. Η εντατική αξιοποίηση του δασικού πλούτου τα τελευταία σαράντα χρόνια δημιούργησε σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα. Η ρύπανση, η διάβρωση εδαφών και η εξαφάνιση διαφόρων σπάνιων πτηνών είναι μερικά από τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση της χώρας.Οι γεωργικές καλλιέργειες είναι συγκεντρωμένες κυρίως στις παράκτιες λωρίδες του Ειρηνικού και στον Kόλπο της Ονδούρας, όπου επικρατούν οι μεγάλες ιδιοκτησίες και οι εμπορικές μονοκαλλιέργειες, και στο κεντρικό υψίπεδο, πιο πυκνοκατοικημένο και αφιερωμένο στις καλλιέργειες συντήρησης. Το σπουδαιότερο προϊόν είναι ο καφές, και ακολουθούν το βαμβάκι, το ζαχαροκάλαμο και οι μπανάνες. Οι καλλιέργειες που προορίζονται για εσωτερική κατανάλωση είναι κυρίως το καλαμπόκι, το ρύζι, το σιτάρι και τα κηπευτικά. Η Πετέν, ιδιαίτερα στην παράκτια λωρίδα και στη βόρεια, είναι πλουσιότατη σε ξυλεία για επιπλοποιία. Το 2000 η παραγωγή ξυλείας έφτασε τα 13,3 εκατ. κ.μ.Στον τομέα της κτηνοτροφίας αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια η εκτροφή βοοειδών. Στο πεδίο της αλιείας οι επιδόσεις είναι εντυπωσιακές. Το αλίευμα το 1997 ανερχόταν σε 11,3 τόνους ενώ οι γαρίδες αποτελούν το κυριότερο αλιευτικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας.Η περίοδος της αποικιοκρατίας. Κατοικημένη από την αρχαιότητα από τους Μάγια, για το πολιτιστικό επίπεδο των οποίων υπάρχουν ακόμα και σήμερα εξαιρετικές μαρτυρίες, η Γ. υποτάχθηκε στην ισπανική κυριαρχία όταν τον Δεκέμβριο του 1523 ο Ερνάν Κορτές, ο κατακτητής του Μεξικού, έστειλε στη χώρα έναν από τους σημαντικότερους τοποτηρητές του, τον Πέδρο δε Αλβαράδο, ο οποίος νίκησε τους αυτόχθονες και ίδρυσε τη Γ.
Η σημερινή Γ. αποτελούσε τμήμα μιας πολύ πιο μεγάλης εδαφικής και διοικητικής ενότητας, της Γενικής Διοίκησης της Γ., της οποίας αποτελούσαν μέρος και η Νικαράγουα, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ονδούρα και η Κόστα Ρίκα. Όλη αυτή την περιοχή την κυβερνούσε ένας γενικός διοικητής (capitan) που υπαγόταν στον αντιβασιλιά της Νέας Ισπανίας, και είχε την έδρα του στην Πόλη του Μεξικού.
Η πορεία προς την ανεξαρτησία. Οι εξελίξεις που οδήγησαν στην ανεξαρτησία του Μεξικού επηρέασαν και τις υπόλοιπες χώρες της Κεντρικής Αμερικής, μεταξύ των οποίων και τη Γ.. Ο γενικός διοικητής της Γ. κήρυξε την ανεξαρτησία της στις 15 Σεπτεμβρίου 1821, ύστερα από τις εξελίξεις στο Μεξικό. Αλλά το τελευταίο αυτό δεν δέχτηκε την απόσπαση και επανέκτησε στρατιωτικά τις αποσχισμένες επαρχίες. Ωστόσο, την 1η Ιουλίου 1823, μία συντακτική συνέλευση των πέντε επαρχιών (Γ., Ονδούρας, Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουας και Κόστα Ρίκα) ανακήρυξε στη Γ. τη γένεση μιας ομόσπονδης δημοκρατίας· η ονομασία Γ. εξαφανιζόταν και το νέο κράτος ονομαζόταν Ηνωμένες Επαρχίες της Κεντρικής Αμερικής.
Το 1825 εξελέγη ομοσπονδιακός πρόεδρος ο φιλελεύθερος Μανουέλ Χοσέ Άρσε, αλλά η σύμπραξή του με τον αρχιεπίσκοπο της Γ. προκάλεσε έναν χρόνο αργότερα εμφύλιο πόλεμο· οι φιλελεύθεροι ένιωθαν προδομένοι από τον αρχηγό τους ενώ η εκκλησιαστική ιεραρχία και οι αντιδραστικοί που νοσταλγούσαν τη μοναρχία ήταν ικανοποιημένοι. Ο εμφύλιος πόλεμος διήρκεσε τρία χρόνια, έως το 1829, και έληξε με τη νίκη των φιλελευθέρων –που ήταν ισχυροί προπάντων στο Ελ Σαλβαδόρ, στην Ονδούρα, στη Νικαράγουα και στην Κόστα Ρίκα– που είχαν ως ηγέτη τους τον Φρανσίσκο Μορασάν (1799–1842), αξιοσημείωτη μορφή πατριώτη, που σε όλη του τη ζωή πολέμησε εναντίον των συντηρητικών καθώς και για την ενότητα της Κεντρικής Αμερικής. Αφού έγινε απόλυτος κύριος της Ομοσπονδίας, ο Μορασάν προσπάθησε, μεταξύ του 1829 και του 1837, να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις που θα περιόριζαν την εξουσία της Εκκλησίας, να προσελκύσει μετανάστες, να κατασκευάσει δρόμους, και γενικά να πραγματοποιήσει τα πρώτα βήματα της χώρας προς τον εκσυγχρονισμό, ανάμεσα μάλιστα σε συνεχείς αντιθέσεις με τις φατρίες και με ομάδες που εμπνέονταν από αντίθετα συμφέροντα. Το 1837 εκδηλώθηκε επιδημία χολέρας και οι κληρικοί εξαγρίωσαν τους αυτόχθονες κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι οι φιλελεύθεροι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια· ένας βοσκός, ο Ραφαέλ Καρέρα, τέθηκε επικεφαλής των αυτοχθόνων και κατέκτησε τη Γ. Ο Μορασάν, που τέθηκε επικεφαλής της εξέγερσης του Σαν Σαλβαδόρ, επανέκτησε τη Γ., αλλά όχι την ύπαιθρο και τα βουνά του εσωτερικού· έτσι η Ομοσπονδία κατακερματίστηκε, παρά τις προσπάθειες του προέδρου. Ο Μορασάν ηττήθηκε και εγκαταλείφθηκε από τους δικούς του· ύστερα από δύο χρόνια εξορίας ξαναγύρισε στην Κόστα Ρίκα, αλλά ένας προδότης τον παρέδωσε στους ανθρώπους του Καρέρα, οι οποίοι τον θανάτωσαν (1842).
Αφού αποχώρησαν από την Ομοσπονδία της Κεντρικής Αμερικής, οι επαρχίες έγιναν αυτόνομες. Στη Γ., η ανεξαρτησία δεν επέφερε αλλαγές στην κοινωνικοοικονομική δομή που παρέμεινε αποικιακού τύπου, προς όφελος της ολιγαρχίας.
Η σύγχρονη ιστορία. Η Γ. κυβερνήθηκε από το 1931 έως το 1944 από τον δικτάτορα Χόρχε Ουμπίκο Καστανιέδα. Τον Οκτώβριο του 1944 μία νικηφόρα επανάσταση εγκατέστησε προσωρινή χούντα σοσιαλδημοκρατικής τάσης. Τον Μάρτιο του 1945 έγιναν ελεύθερες εκλογές· ο καινούργιος πρόεδρος Χουάν Χοσέ Αρέβαλο ήταν δημοκρατικός και ακόμα πιο δημοκρατικός ήταν ο υπουργός Άμυνας, Χακόμπο Αρμπένς Γκουσμάν. Το νέο καθεστώς προχώρησε αμέσως σε μεταρρυθμίσεις και νεωτερισμούς. Το 1950 ο Αρμπένς διαδέχθηκε στην προεδρία τον Αρέβαλο και το 1952 θέσπισε τον πραγματικό γεωργικό μεταρρυθμιστικό νόμο, που έπληττε αρκετά σοβαρά τους μεγάλους γαιοκτήμονες, αποσπώντας μεταξύ των άλλων περίπου ένα εκατομμύριο στρέμματα από την ισχυρότατη United Fruit Company, τη γιγαντιαία μονοπωλιακή ομάδα των ΗΠΑ που είχε τον έλεγχο της οικονομίας και της πολιτικής αρκετών χωρών της Καραϊβικής. Οι μεταρρυθμίσεις του Αρέβαλο επιδείνωσαν τις σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ. Το καθεστώς του Αρέβαλο στηριζόταν από το μικρό αλλά δραστήριο Κομουνιστικό Κόμμα της Γ. και κατά συνέπεια οι ΗΠΑ είδαν να κινδυνεύει το status quo της Κεντρικής Αμερικής, ακόμη και η ίδια η ασφάλεια της Διώρυγας του Παναμά.
Το 1954 ένας στρατός από αντιφρονούντες και μισθοφόρους, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Κάρλος Καστίλιο Άρμας, εξοπλισμένος από τις ΗΠΑ με σύγχρονο πολεμικό υλικό, ύστερα από μάχες τριών εβδομάδων ανέτρεψε τον Αρμπένς, που αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ αποκαταστάθηκαν και η συντηρητική ολιγαρχία επανήλθε στην εξουσία.
Ο Άρμας παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τις 25 Ιουλίου 1957, οπότε και δολοφονήθηκε. Ακολούθησε μια περίοδος ταραχών, κατά τη διάρκεια της οποίας την αρχή ανέλαβαν διαδοχικά εκπρόσωποι των ενόπλων δυνάμεων. Το 1966 επανήλθε στην εξουσία ένας πολίτης, ο φιλελεύθερος και προοδευτικός Χούλιο Σέσαρ Μέντες Μοντενέγκρο, αλλά οι εκλογές του 1970 έδωσαν και πάλι την προεδρία σε έναν στρατιωτικό, τον συνταγματάρχη Κάρλος Αράνια Οσόριο. Στο μεταξύ στα βουνά είχαν δημιουργηθεί εστίες ανταρτών από επαναστατικά μαρξιστικά σύνολα. Η βία μεταφέρθηκε και στις πόλεις λόγω της αντίθεσης στον σχηματισμό κομμάτων της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς· το 1973 τα θύματα του ανταρτοπόλεμου, των κατασταλτικών μέτρων και της τρομοκρατίας ανήλθαν σε εκατοντάδες. Οι εκλογές που διεξήχθησαν στις 7 Μαρτίου 1974 έφεραν στην εξουσία, παρά τις υποψίες για νοθεία, τον κυβερνητικό υποψήφιο Κελ Λαουχερούντ, εκπρόσωπο ενός συνασπισμού της άκρας δεξιάς. Στον ίδιο συνασπισμό ανήκε και ο διάδοχός του, Ρομέο Λούκας Γκαρσία, που ανέλαβε την προεδρία την 1η Ιουλίου 1978, ύστερα από τις εκλογές του Μαρτίου του ίδιου έτους.
Στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 1982, από τις οποίες απείχαν τα κόμματα της Αριστεράς, ο κυβερνητικός υποψήφιος στρατηγός Ανγκέλ Ανιμπόλ Γκεβάρα εξελέγη πρόεδρος, αλλά εμποδίστηκε να αναλάβει τα καθήκοντά του ύστερα από πραξικόπημα με επικεφαλής τον στρατηγό Ζοζέ Εφρέν Ρίος Μοντ. Το Κογκρέσο διαλύθηκε, ανεστάλη η ισχύς του συντάγματος και απαγορεύτηκε η λειτουργία των κομμάτων. Τους πρώτους έξι μήνες της διακυβέρνησης της χώρας από τον στρατηγό Μοντ δολοφονήθηκαν 2.600 αντίπαλοι του καθεστώτος και 100.000 πρόσφυγες κατέφυγαν το 1983 στο Μεξικό. Έπειτα από αρκετές πραξικοπηματικές απόπειρες ο στρατηγός Όσκαρ Ουμπέρτο Μέγια Βικτόρες ανέτρεψε τον στρατηγό Ρίος Μοντ και κατέλαβε την εξουσία. Στη διάρκεια της διακυβέρνησης του στρατηγού Βικτόρες υπολογίζεται ότι κάθε μήνα σημειώνονταν 100 πολιτικές δολοφονίες και 40 απαγωγές, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και υποχρέωσε τον στρατηγό να προκηρύξει προεδρικές εκλογές στα τέλη του 1985.
Πρόεδρος της Γ. στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1985 αναδείχθηκε με ποσοστό 68% ο Μάριο Βινίσιο Σερέζο, που αντιμετώπισε σειρά ένοπλων εξεγέρσεων από ανταρτικές οργανώσεις της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς.
Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 1991 αναδείχτηκε πρόεδρος της χώρας ο Χόρχε Σεράνο, που επιχείρησε, με διαπραγματεύσεις με τις αντάρτικες οργανώσεις, να εδραιώσει την ειρήνη στη χώρα.
Τα οικονομικά μέτρα λιτότητας όμως που επιβλήθηκαν το 1993 προκάλεσαν κοινωνική αναταραχή με αποτέλεσμα ο πρόεδρος Σεράνο να διαλύσει το Κογκρέσο και να περιορίσει τις συνταγματικές ελευθερίες. Έπειτα από την έντονη αντίδραση και των ΗΠΑ ο Σεράνο υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και να καταφύγει στο Ελ Σαλβαδόρ. Την προεδρία της χώρας ανέλαβε προσωρινά ο υπουργός Άμυνας, στρατηγός Ντομίνγκο Γκαρσία και στις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου του 1993 αναδείχτηκε πρόεδρος ο Ραμίρο ντε Λεόν.
Στις προεδρικές εκλογές του Ιανουαρίου του 1996 εξελέγη πρόεδρος της χώρας ο συντηρητικός επιχειρηματίας Αλβάρο Αρζού με κύριο στόχο την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους αριστερούς αντάρτες για τον τερματισμό του μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου στη Γ. Στις αρχές του 1997 οι αντάρτες έλαβαν απόφαση για σταδιακή μετατροπή του ένοπλου κινήματος σε πολιτικό κόμμα.
Τον Φεβρουάριο του 1999 εκδόθηκε η αναφορά επιτροπής που είχε επιφορτιστεί με το καθήκον να εξετάσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα. Τα πορίσματα ήταν αποκαρδιωτικά· πάνω από διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί ή εξαφανιστεί στη Γ. τα τελευταία 35 χρόνια. Βασικότερα θύματα των διαδοχικών πολεμικών συρράξεων θεωρήθηκαν οι αυτόχθονες πληθυσμοί των Μάγια, που είχαν υποστεί γενοκτονία.
Τον Μάιο του ίδιου έτους διενεργήθηκε δημοψήφισμα που κατέληξε στην απόρριψη των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες είχαν προωθηθεί ως τμήμα των ειρηνευτικών συνομιλιών του 1996. Με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανεστάλη η διαδικασία βελτίωσης των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων, ενώ ενισχύθηκε η πολιτική επιρροή του στρατού.
Νικητής των εκλογών για τη σύνθεση του Κογκρέσου αναδείχτηκε τον Νοέμβριο του 1999 το Δημοκρατικό Μέτωπο της Γ. (ΔΜΓ). Τον επόμενο μήνα ο ηγέτης του ΔΜΓ Αλφόνσο Αντόνιο Πορτίλο κατέκτησε, κατά την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη προέδρου της δημοκρατίας, το 68% της λαϊκής ψήφου. Μία από τις πρώτες κινήσεις του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ήταν η διεκδίκηση τμήματος των εδαφών της Μπελίζ, τον Φεβρουάριο του 2000.
Στα τέλη του 2000, ο Πορτίλο προχώρησε στην πρώτη κυβερνητική απολογία για καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το επόμενο έτος και στα πλαίσια της νέας αντίληψης, το κράτος απέδωσε χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 1,8 εκατ. δολ. στις οικογένειες 226 θυμάτων της σφαγής από κυβερνητικά στρατεύματα, η οποία είχε λάβει χώρα στο Ντος Έρες της βόρειας Γ. το 1982.Στη σημερινή Γ. είχε το λίκνο του ο πλούσιος και λαμπρός πολιτισμός των Μάγια, από τις αρχές περίπου των χριστιανικών χρόνων. Η ιθύνουσα τάξη των ιερέων διέθετε ένα πρωτόγονο σύστημα ιερογλυφικής γραφής, από την οποία έχουν διατηρηθεί δοκίμια σε τρία χειρόγραφα –τα μόνα που γλίτωσαν από την καταστροφή την οποία προκάλεσαν οι Ισπανοί κατακτητές– και σε διάφορα μνημεία· αλλά ελάχιστα μόνο από τα ιερογλυφικά των Μάγια αποκρυπτογραφήθηκαν μέχρι σήμερα. Ωστόσο, η λογοτεχνία των Μάγια, που μεταβιβάστηκε προφορικά, απέκτησε και γραπτή έκφραση σε διάφορες περιπτώσεις μετά την κατάκτηση, ύστερα από παρότρυνση των Ισπανών ιεραποστόλων.
Στη σύγχρονη εποχή έχουν φτάσει κείμενα με τεράστιο ιστορικό και λογοτεχνικό ενδιαφέρον, όπως το Ποπόλ Βου ή Βιβλίο Συμβουλίου, τα διάφορα Βιβλία του Τσιλάμ Μπαλάμ, με ποικίλο και ετερογενές περιεχόμενο, καθώς και τα Χρονικά των Κακτσικέλ, ο Τίτλος των Κυρίων της Τοτονικαπάν και άλλα κείμενα μικρότερης σπουδαιότητας.
Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι. η Γ. βρήκε έναν πρωτότυπο ποιητή στο πρόσωπο του Ραφαέλ Λαντίβαρ (1731–1793). Την ίδια εποχή περίπου έγραψαν ποιήματα στην καστιλιάνικη και άλλοι Γουατεμαλοί, όπως ο Ματίας δε Κόρδοβα (1768–1828) και ο Ραφαέλ Γκαρσία Γκογιένα (1766–1823), συγγραφείς ηθοπλαστικών μύθων και κειμένων κάποιας αξίας· ο Σιμόν Μπεργκάνιο (1781–1828) εισήγαγε πρώτος στην αποικία τις ιδέες του Διαφωτισμού.
Στις αρχές του 19ου αι. στη Γ., όπως και στην υπόλοιπη ήπειρο, εκδηλώθηκαν όλο και πιο ανοιχτά οι τάσεις για ανεξαρτησία, που επρόκειτο να οδηγήσουν μεταξύ του 1821 και του 1824 στη δημιουργία της Δημοκρατίας της Γ. Αποτέλεσμα ήταν η ανάπτυξη μιας πολιτικής δοκιμιογραφίας (Πέδρο Μολίνα, Φρανσίσκο Μορασάν, Μαριάνο Γκάλβες), που κορυφώθηκε στην αξιοσημείωτη μορφή του Αντόνιο Χοσέ δε Ιρισάρι (1786–1868).
Ο πρώτος πραγματικός συγγραφέας της ανεξάρτητης Γ. υπήρξε ο Χοσέ Μπάτρες Μοντούφαρ (1809–1844) που έζησε μοναχικός και μη αναγνωρισμένος, ενώ εξέφρασε στα ποιήματά του οξεία αίσθηση κοινωνικής κριτικής, από την οποία δεν έλειπε μια λεπτή ειρωνεία. Καλός ρομαντικός ποιητής υπήρξε επίσης ο Χουάν Ντιέγκες Ολαβέρι (1813–1865), συγγραφέας λυρικών έργων (Απριλιάτικες βραδιές, Ο ερωδιός)· ενώ με τον Ντομίνγκο Εστράδα (1850–1901) η ρομαντική ποίηση της Γ. κινήθηκε προς πιο σύγχρονες μορφές. Στην πεζογραφία η πιο σημαντική προσωπικότητα του αιώνα υπήρξε ο Χοσέ Μίλια (1822–1882).
Η νεωτεριστική επανάσταση, πρώτη και θεμελιώδης φάση της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αι., εισήχθη στη Γ. από τον ίδιο τον ιδρυτή της σχολής Ρουμπέν Νταρίο. Σε άμεση επαφή με αυτόν δημιουργήθηκε ο πρώτος νέος συγγραφέας της χώρας, Ενρίκε Γκόμες Καρίλιο (1873–1927). Μολονότι υπήρξε συγγραφέας διαφόρων μυθιστορημάτων και πολυάριθμων κριτικών, ο Γκόμες Καρίλιο θεωρείται προπάντων ο δημοσιογράφος και ο χρονικογράφος μιας λαμπρής εποχής.
Μετά τον Γκόμες Καρίλιο, και παρά τις δικτατορίες του Εστράδα Καμπρέρα και του Ουμπίκο που ήταν εναντίον των διανοουμένων, η ποίηση, η πεζογραφία και το θέατρο άνθησαν στη Γ.
Στην πρώτη εικοσαετία του αιώνα, τα αποφασιστικά παραδείγματα του Νταρίο, του Τσοκάνο και άλλων νεωτεριστών είχαν ως αποτέλεσμα την επικράτηση της ποίησης, που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τον Μάσιμο Σότο Χαλ, τη Μαρία Κρους, τον Αλμπέρτο Ρούμπιο, τον Ροντόλφο Καλντερόν Πάρντο και τον Κάρλος Μαρτίνες. Γρήγορα όμως εμφανίστηκαν πιο πλήρεις και πρωτότυποι συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Ραφαέλ Αρέβαλο Μαρτίνες, που εκφράστηκε σε νεωτεριστικό κλίμα, όπως δείχνουν οι στίχοι του.
Άλλοι ποιητές της εποχής ήταν ο Αλμπέρτο Βελάσκες, ο Κάρλος Ουάιλντ Εσπίνα, που υπήρξε επίσης καλός αφηγητής, ο Φλάβιο Ερέρα, ο Φέλιξ Καλντερόν Αβίλα, ενώ δεν έλειπαν αξιόλογοι πεζογράφοι και δημοσιογράφοι όπως οι Χοσέ Ροντρίγκες Σέρνα και Ενρίκε Μουνιός Μεάνι.
Σύντομα επιβλήθηκε η θεωρούμενη πιο ισχυρή και πλήρης προσωπικότητα συγγραφέα της Γ.: ο ποιητής, μυθιστοριογράφος και δραματουργός Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας. Η ισχυρή προσωπικότητα του συγγραφέα αυτού, στον οποίο φαίνεται να συγχρωτίζονται με θαυμαστό τρόπο ο κόσμος των αρχαίων Μάγια και η σημερινή Γ., συνήθως επισκιάζει άλλους αξιοσημείωτους Γουατεμαλούς, όπως τον Λούις Καρντόσα ι Αραγκόν, καλλιεργημένο και ευαίσθητο δοκιμιογράφο (Μικρή συμφωνία του Νέου Κόσμου – Ρequena sinfonia del Νuevo Μundο, Τα ίχνη της φωνής – Las huellas de la voz και Το βάρος της Νύχτας – Εl peso de la noche, που αναφέρεται στην «αιώνια κατάρα» της τυραννίας που βαραίνει τη Γ.).
Στη δεκαετία του 1960 έγιναν γνωστοί νέοι συγγραφείς, ιδιαίτερα ποιητές, όπως οι Ενρίκε Χουάρες Τολέδο, Ακίλες Πίντο Φλόρες, Ρομέλια Αλαρκόν Φολγκάρ και Ρομπέρτο Ομπρεγκόν, στους οποίους τα επαναστατικά θέματα, αγαπημένα στις προηγούμενες ομάδες, υποβαθμίστηκαν, ενώ σε μερικούς άλλους πεζογράφους, όπως ο Ραούλ Καρίλιο Μέσα, ο Αμιλκάρ Ετσεβερία και ο Εντγκάρντο Καρίλιο Φερνάντες, διαφάνηκαν ιδιαίτερες καταστάσεις και αντιθέσεις της ιστορικής στιγμής που ζει η Γ.
Στο λογοτεχνικό πανόραμα της χώρας διακρίθηκαν και πολλοί άλλοι συγγραφείς: οι δραματουργοί Μ. Γκαλίς και Κ. Σολόρτσανο, εξόριστοι και οι δύο για πολιτικούς λόγους, ο δοκιμιογράφος Χ.Χ. Αρέβαλο, οι ποιητές Κ. Μπράνιας, Ρ. Λέιβα, Ο. Ρ. Γκονσάλες, Χ. Αλβαράντο, Χ.Μ. Λόπες Βαλντιζόν, Χ.Φ. Αγκουιλέρα, Ι. Μπαρέρα, Μ.Ε. Χερνάντες, Γ. Πινέδα, Α. Πίντο Φλόρες, Ε. Χουάρες Τολέδο, Ρ. Σολάρες Γκάλβες, Κ. Ζίπφελ και πολλοί άλλοι. Από τη νεότερη γενιά ξεχωρίζει ο δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος Αρτούρο Αρίας, τα έργα του οποίου Despues de las bombas και Ιzam Νa, γνώρισαν ιδιαίτερη επιτυχία.Η προκολομβιανή περιόδος. Πολλοί θεωρούν τη Γ. λίκνο της τέχνης των Μάγια. Η Γ. αποτελείται γεωγραφικά από δύο ζώνες, το νοτιοκεντρικό υψίπεδο και τη ζώνη των βαθυπέδων του κέντρου και του βορρά· στην προκλασική περίοδο τα εδάφη αυτά είχαν κοινά αγγεία και ειδώλια από τερακότα απλής τεχνοτροπίας, χωρίς ακόμα θρησκευτικές και συμβολικές ανησυχίες, με κατά τόπους διαφορές. Οι προκλασικές περίοδοι Τσάρκας και Μιραφλόρες αφορούν την ακτή του Ειρηνικού· οι Μάμον και Τσικανέλ τις χαμηλές ζώνες της βόρειας και κεντρικής Γ.
Η Πετέν, σε ακαθόριστη εποχή, πριν από τα χριστιανικά χρόνια, ήταν κατοικημένη από έναν μόνιμα εγκατεστημένο πληθυσμό που ήξερε να δουλεύει τον πηλό, όπως δείχνουν τα αγγεία και τα ειδώλια από οπτή γη τα οποία ανήκουν στη φάση Μάμον.
Η φάση Τσικανέλ επηρεάστηκε από ένα τοπικό στιλ· οι παραγωγές κεραμικής, αποκλειστικά σε αγγεία, παρουσίασαν μεγαλύτερη ποικιλία μορφών και μεγάλη λεπτότητα στη διακόσμηση, που χρησιμοποιούσε το χρώμα, την εγχάραξη καθώς και εφαρμοσμένα μέρη. Η ιερογλυφική γραφή και το ημερολόγιο βρίσκονταν σε φάση επεξεργασίας και ανάπτυξης, όπως άλλωστε και η θρησκευτική αρχιτεκτονική.
Στην Ουαχακτούν, που άκμαζε ήδη πριν από τους Μάγια, βρίσκεται το αρχαιότερο δείγμα λίθινου οικοδομήματος, ο ναός Ε VΙΙ Σουμπ, μία πυραμίδα καλά διατηρημένη επειδή καλύπτεται από μία άλλη που χτίστηκε μεταγενέστερα.
Στην κλασική περίοδο, ενώ τα βαθύπεδα επηρεάστηκαν μάλλον από ανταλλαγές με τον πολιτισμό της ακτής του Κόλπου, οι πολιτισμοί των υψιπέδων παρουσίασαν μεγαλύτερες αναλογίες με τους πολιτισμούς του μεξικανικού υψιπέδου.
Στην Καμιναλχουγιού και στις γύρω ζώνες του υψιπέδου, αρχαιολογικά ευρήματα επέτρεψαν να καθοριστεί η παρουσία ενός πολιτισμού που παρουσιάστηκε με κάποια συνέχεια από τις πρώτες αρχαϊκές γεωργικές κοινότητες μέχρι την εποχή της ισπανικής κατάκτησης. Από την προκλασική εποχή χρονολογούνται τα σχεδόν τετράγωνα πηγάδια με ένα μικρό άνοιγμα στο επάνω μέρος, τα πατροπαράδοτα αγγεία, τα όμορφα ειδώλια από οπτή γη, οι τελετουργικοί πελέκεις από πράσινη γυαλιστερή πέτρα και πολυάριθμα υφαντά. Ακολουθούν τύμβοι από χώμα· ένας από τους μεγαλύτερους από εκείνους που κατασκευάστηκαν στην Καμιναλχουγιού ανήκει στη φάση Μιραφλόρες· ξεκινώντας από μία πλατφόρμα ύψους δύο μέτρων, ο τύμβος ανεβαίνει μέχρι τα είκοσι μέτρα σε σχήμα πυραμίδας με αναβαθμίδες.
Στην κλασική εποχή (300-900 μ.Χ.), στην κατασκευή των πυραμίδων και των αγγείων εδραιώθηκε το στιλ και η μόδα της Τεοτιουακάν. Στην Καμιναλχουγιού αυτό το ύφος εκδηλώθηκε σε δέκα τάφους που βρέθηκαν κάτω από δύο τύμβους· οι αρχαιότεροι καλύπτονται από μία πλατφόρμα και οι πιο πρόσφατοι από πυραμιδοειδή οικοδομήματα με αναβαθμίδες και με αίθουσες-ναούς στην κορυφή.
Στα βαθύπεδα η περίοδος Τσακόλ (300-600 μ.Χ.) σημάδεψε την αρχή της κλασικής εποχής με τη δημιουργία επιβλητικών πόλεων λατρείας. Το αρχαιότερο μνημείο της περιοχής των Μάγια, η περίφημη Στήλη 9 του 328 μ.Χ., βρίσκεται στην Ουαχακτούν. Στην περίοδο αυτή ανήκει επίσης και η αρχαιότερη τοιχογραφία των Μάγια, που ανακαλύφθηκε στο οικοδόμημα Β-ΧΙΙΙ στην Ουαχακτούν· είναι μία τοιχογραφία που παρουσιάζει με διάφορα χρώματα μία τελετή στην οποία απεικονίζονται 26 πρόσωπα.
Η όψιμη κλασική περίοδος, που ονομάζεται Τεπέου, φτάνει έως το 900 μ.Χ. και δείχνει τα σημάδια της επικείμενης παρακμής στην υπεραφθονία της διακόσμησης, που προσπαθεί έτσι να αντικαταστήσει την έλλειψη δημιουργικής έμπνευσης. Μεταξύ 800 και 950 τα μεγαλύτερα κέντρα εγκαταλείφθηκαν μυστηριωδώς και παρήκμασαν· μερικοί μελετητές συσχετίζουν την παρακμή αυτή με μια πολύ μεγάλη αύξηση του πληθυσμού, με μια προοδευτικά μεγαλύτερη φτώχεια της καλλιεργούμενης γης και με μια ένταση κοινωνικοοικονομικού και θρησκευτικού χαρακτήρα. Ο πολιτισμός των Μάγια, που στη Γ. φαίνεται να χάθηκε μυστηριωδώς, ανανεώθηκε για μια περίοδο στις περιοχές του βόρειου Γιουκατάν, υπό την πολιτική και στρατιωτική επίδραση των Τολτέκων.
Η τέχνη της αποικιοκρατίας. Η εξέλιξη του αρχιτεκτονικού στιλ των πόλεων, όπως είναι η Αντίγκουα ή η πρωτεύουσα Γ., δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί, επειδή μεγάλο μέρος των οικοδομημάτων τους ανοικοδομήθηκαν με τρόπο διαφορετικό από τον αρχικό, ύστερα από τις καταστροφές που προκλήθηκαν από τους σεισμούς. Η Αντίγκουα εμφανίζεται σήμερα ως μια πόλη σχεδόν αποκλειστικά μπαρόκ επειδή ελάχιστα στοιχεία παραμένουν από την προηγούμενη αρχιτεκτονική της μορφή. Η Γ., που χτίστηκε ύστερα από την καταστροφή της παλαιάς πρωτεύουσας Αντίγκουα το 1773, επλήγη από άλλους σεισμούς (το 1874, το 1917 και το 1976). Ακριβώς λόγω της συχνότητας αυτής των σεισμικών φαινομένων, η αρχιτεκτονική της πόλης προσφέρει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· η δομή των κτισμάτων παρουσιάζεται ιδιαίτερα ογκώδης, με ισχυρούς πύργους, κολόνες και τοίχους με σημαντικές διαστάσεις· η αισθητική περνά σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ανάγκη να κατασκευαστούν γερά, από δομικής πλευρά, έργα. Η Αντίγκουα, σύμφωνα με λογοτεχνικές μαρτυρίες, διέθετε στις αρχές του 17ου αι. επτά μοναστήρια, μοναδικό δείγμα από τα οποία παραμένει το μοναστήρι του χωριού Σαν Κριστομπάλ· σε αυτό, εκτός από το καθαυτό μοναστήρι, παραμένουν το μεγαλύτερο παρεκκλήσι και τρία παρεκκλήσια της εσωτερικής αυλής. Έξω από την Αντίγκουα είναι δυνατόν να βρει κανείς ίχνη της όψιμης εκείνης Αναγέννησης, που άνθησε στις αρχές του 17ου αι., όπως, για παράδειγμα, στον κομψό πυλώνα του ναού της Ραμπινάλ, όπου δεσπόζει μία μετρημένη γεωμετρική διακόσμηση που ταιριάζει θαυμάσια με τις ισορροπημένες αναλογίες του οικοδομήματος.
Ο καθεδρικός ναός της Αντίγκουα, κατά μεγάλο μέρος έργο του Χοσέ δε Πόρες, εγκαινιάστηκε το 1680, αλλά υπέστη πολυάριθμες καταστροφές από τους σεισμούς του 1689, του 1717 και του 1773. Σήμερα ο ναός εμφανίζεται, ύστερα από την ανοικοδόμηση του 1820, με τρία κλίτη, το κεντρικό από τα οποία είναι πιο ψηλό και το σύνολό του θυμίζει μια καθαρά αναγεννησιακή ατμόσφαιρα, μολονότι η πρόσοψη, αρκετά απλή, διαφέρει πιθανότατα από την αρχική. Στη Γ., όπως και στο Μεξικό, το πλήρες μπαρόκ εμφανίστηκε τον 18ο αι. και ήταν κυρίως διακοσμητικής τεχνοτροπίας, μολονότι αρκετά πιο λιτό από το μεξικανικό, κυρίως επειδή έλειπαν πολύχρωμες πέτρες και κεραμικά στις προσόψεις. Εξαιτίας της συχνότητας των σεισμικών φαινομένων, όπως σε όλη την Κεντρική Αμερική έτσι και στη Γ. χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ το ξύλο για την κάλυψη των θόλων τόσο στα θρησκευτικά οικοδομήματα όσο και στα σπίτια, με τρόπους και θέματα μαυριτανικής επίδρασης.
Σημαντικό έργο είναι το ιερό του Εσκιπούλας, τόπου προσκυνήματος που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Ονδούρα και έχει το ίδιο ορθογώνιο σχέδιο, με έναν πύργο σε κάθε γωνία του καθεδρικού ναού του Βαγιαδολίδ που κατασκεύασε ο Ισπανός αρχιτέκτονας Φρανσίσκο Ερέρα. Η επιθυμία να δημιουργήσει ένα γερό έργο ώθησε τον αρχιτέκτονα να ενσωματώσει τους ογκώδεις πύργους στο οικοδόμημα, σχηματίζοντας ένα ενιαίο σύνολο. Ο πυλώνας της πρόσοψης και οι δύο πλευρικοί αποκαλύπτουν ακόμα μία κλασική διάταξη.
Παράλληλα με τη θρησκευτική αρχιτεκτονική, μεγάλη σπουδαιότητα έχουν και τα μη θρησκευτικά οικοδομήματα. Στην Αντίγκουα, ο Ντιέγκο δε Πόρες, ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας του πρώτου μισού του 18ου αι., κατασκεύασε στην παλαιά Πλάσα Ρεάλ την Casa de Μoneda· πιστεύεται ότι πήρε μέρος και στην κατασκευή του κτιρίου του Αγιουνταμιέντο (1739-43), με διπλό πυλώνα με δέκα αψίδες, στηριζόμενο σε ρωμαλέα υποστυλώματα.
Μεγάλη ανοικοδόμηση πραγματοποιήθηκε στην Αντίγκουα μετά τον σεισμό του 1751· σε αυτό συνέβαλε και ο Χοσέ Μανουέλ Ραμίρες με τη σχολή του, αντιδρώντας στην αρχιτεκτονική λιτότητα που επιθυμούσε ο Ντιέγκο δε Πόρες.
Το πανεπιστήμιο του Σαν Κάρλος της Γ., το Τριδεντιανό Κολέγιο και το Ινδιάνικο Κολέγιο που καταλαμβάνουν τον χώρο δίπλα στον καθεδρικό ναό και στο Παλάσιο δε λος Καπιτάνες, είναι έργα δικά του. Ο καταστρεπτικός σεισμός του 1773 έσβησε τις ελπίδες του λαού της Αντίγκουα ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει στην πόλη του. Η πρωτεύουσα ανοικοδομήθηκε το 1776 σε μια τοποθεσία που είναι αρκετά κοντά στα ερείπια της Καμιναλχουγιού, σύμφωνα με τα σχέδια του Μεξικανού Λούις Ντίες δε Ναβάρο.Στο πεδίο της ζωγραφικής, για την οποία υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία, δεν δημιουργήθηκε τίποτα το αυθόρμητο και πρωτότυπο. Η τέχνη είχε ως πρότυπο τα έργα Γερμανών, Γάλλων, Ιταλών, Φλαμανδών και Ισπανών καλλιτεχνών. Ακόμα και τη σύγχρονη εποχή, η Γ. ακολουθεί τα διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς να προσφέρει κάποιο στοιχείο σχετικό με τις παραδόσεις της.Στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική γενικά, η γλυπτική και η ζωγραφική παίζουν δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με την αρχιτεκτονική. Στη Γ. ωστόσο η γλυπτική δεν περιορίστηκε σε ρόλο αποκλειστικά διακοσμητικό στα θρησκευτικά οικοδομήματα, ακόμα και στην περίοδο της μεγαλύτερης λαμπρότητας του μπαρόκ και του ροκοκό· σώζονται αρκετά γλυπτά σε ξύλο του 16ου αι., ανάμεσα στα οποία ο περίφημος Cristo de los Reyes (1530-40), του καθεδρικού ναού της Γ.
Από τον 18ο αι. χρονολογούνται αντίθετα ο Άγιος Χριστόφορος με το Βρέφος στην Αντίγκουα και ο Χριστός στον ναό της Σάντα Ρόζα στην πόλη της Γ., αξιοσημείωτα για τον ρεαλισμό των προσώπων και την ανατομία των σωμάτων. Στον καθεδρικό ναό της Γ. διατηρείται ο Άγιος Σεβαστιανός (1737) του Χουάν δε Τσάβες, έργο τυπικά ροκοκό.Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η Γ. είναι η κατ’ εξοχήν ινδιάνικη χώρα όλης της Κεντρικής Αμερικής· το γεγονός αυτό είναι φανερό ακόμα και στον πιο επιφανειακό παρατηρητή. Πράγματι, η ύπαιθρος της Γ. διατηρεί ακόμα χαρακτηριστικά τυπικά της αγροτικής ζωής των αυτοχθόνων, χαρακτηριστικά που έχουν εξαφανιστεί σε όλες τις άλλες γειτονικές χώρες. Επιπλέον η ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται ελάχιστα, ενώ ομιλούνται οι ιθαγενείς διάλεκτοι. Οι αυτόχθονες, που διακρίνονται από τους λαντίνος (μιγάδες), ζουν συγκεντρωμένοι στην ύπαιθρο και προπάντων στις ψηλές γαίες των βορειοδυτικών και των δυτικών περιοχών, στα νοτιοδυτικά και βόρεια βαθύπεδα και στην κεντρική περιοχή. Ανάμεσα στην ομάδα των λαντίνος και σε αυτήν των αυτοχθόνων πραγματοποιούνται ανταλλαγές· πράγματι, πολλοί από τους πρώτους είναι χωρικοί και συχνά ζουν στο ίδιο χωριό όπου κατοικεί μια κοινότητα ιθαγενών, ενώ πολλοί αυτόχθονες μεταναστεύουν στις πόλεις ή εγκαταλείπουν τις προγονικές κοινότητες για να αναζητήσουν γη και εργασία σε περιβάλλον λαντίνο.
Η οικογένεια, που βασίζεται στην πατρική εξουσία, είναι το βασικό κύτταρο της κοινωνικής οργάνωσης. Δεν υπάρχει καθαυτή πατριαρχική οικογένεια, ούτε οργανωση στη βάση της πατριάς. Οι κοινωνικές ιεραρχίες, στους αυτόχθονες, βασίζονται στην ηλικία, στην πείρα και στο κύρος που προέρχονται από τη γνώση και από την επιτυχία.Οι αυτόχθονες της Γ., που προσηλυτίστηκαν στον καθολικισμό τον 16ο αι., υιοθετώντας τη νέα θρησκεία δεν εγκατέλειψαν όλες τις λατρείες και τις τελετουργίες του προγονικού πολυθεϊσμού. Ακόμα και σήμερα πρεσβεύουν κατά συνέπεια μία υβριδική θρησκεία που είναι δύσκολο να κατανοηθεί από τους ξένους. Η συγχώνευση του ειδωλολατρικού πανθέου με τη χριστιανική θεολογία έχει δημιουργήσει έναν υπερφυσικό κόσμο στον οποίο αναδύεται ένας υπέρτατος θεός, που συχνά (αλλά όχι πάντα) ταυτίζεται με τον Χριστό. Στον υπερφυσικό αυτόν κόσμο η Παναγία και οι άγιοι συνυπάρχουν με πολυάριθμες ειδωλολατρικές θεότητες. Οι αυτόχθονες πιστεύουν στη μαγεία, στους οιωνούς, στα φυλαχτά και στους μάγους. Οι τελευταίοι αυτοί έχουν σημαντική επιρροή στον λαό, αποτελούν ιδιαίτερη κληρονομική κάστα και ασκούν τις λειτουργίες τους ακόμα και στις θρησκευτικές αδελφότητες.Σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων, το 2002 στη Γ. ζούσαν 20 Έλληνες.
Πανοραμική άποψη της ομώνυμης πρωτεύουσας της Γουατεμάλας (φωτ. Chaffey-Igda).
Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις στη Γουατεμάλα συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον ολόκληρου του κόσμου (φωτ. Πρεσβεία Γουατεμάλας).
Λατρευτική πομπή στην Αντίγκουα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας (φωτ. Πρεσβεία Γουατεμάλας).
Το πλύσιμο ρούχων στις όχθες της λίμνης Ατιτλάν αποτελεί ασχολία των γυναικών της Γουατεμάλα (φωτ. Πρεσβεία Γουατεμάλας).
Η εκκλησία Σαν Κριστομπάλ στο Ακαζαγκουστλάν, εξαίρετο δείγμα της τάσης για υπεραφθονία στη διακόσμηση (φωτ. Πρεσβεία Γουατεμάλας).
Πανοραμική άποψη αρχαιολογικού μνημείου στο Τικάλ (φωτ. Πρεσβεία Γουατεμάλας).
Λεπτομέρεια αρχαίας στήλης των Μάγια στην Κουιρίγκουα (φωτ. Πρεσβεία Γουατεμάλας).
Ερείπια αρχαίας εκκλησίας στην Αντίγκουα (φωτ. Πρεσβεία Γουατεμάλας).
Αρχαιολογικό μνημείο στο Ζακουλό (φωτ. Πρεσβεία Γουατεμάλας).
Ο καθεδρικός ναός του Σαν Χαΐμε στη Γουατεμάλα, αριστούργημα ισπανικής αποικιακής τέχνης, πλούσιος σε πίνακες ζωγραφικής και σε άλλα έργα τέχνης (φωτ. Chaffey - Igda).
Στρατιώτης της Γουατεμάλας «περιφρουρεί» τα πτώματα δύο ανταρτών που σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις στη Σάντα Λουτσία (1995).
Χαρτονόμισμα των 100 κετσάλι, που εκδόθηκε το 2001.
Η αγορά του Παλίν, με χαρακτηριστικά προϊόντα της Γουατεμάλας (φωτ. Chaffey-Igda).
Άποψη της λίμνης Ατιτλάν, μιας από τις σπουδαιότερες στη Γουατεμάλα. Η λίμνη περιβάλλεται από τα ηφαίστεια Ατιτλάν, Σαν Πέδρο και Τολιάν (φωτ. Πρεσβεία Γουατεμάλας).
Υφάντριες ταπέτων στο Σαν Αντόνιο Παλοπό, ταπητουργικό κέντρο της Γουατεμάλας.
Εξαιρετικά πλούσια είναι η ποικιλία πτηνών, που συνθέτουν την πανίδα της Γουατεμάλας (φωτ. Πρεσβεία Γουατεμάλας).
Φωτογραφία τμήματος της Γουατεμάλας από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Ιανουάριο του 1997, από ύψος 361 χλμ. Διακρίνεται ο ηφαιστειακός άξονας νότια της πόλης Γουτεμάλας (στο κέντρο και στο αριστερό άκρο της φωτογραφίας) με τους δύο ηφαιστιακούς κώνους (στο μέσον) που ορθώνονται σε υψόμετρο λίγο πιο κάτω από τα 4.000 μ. (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)
Dictionary of Greek. 2013.